- ταραχή
- η1. βίαιη ανακίνηση, ανακάτωμα: Η ταραχή της θάλασσας.2. μτφ., αταξία, σύγχυση, θόρυβος: Στον πανικό επικρατεί ταραχή.3. πληθ., διατάραξη της δημόσιας τάξης: Άρχισαν ταραχές στην Αθήνα.4. ψυχική ανησυχία, συγκίνηση, συγκλονισμός: Μου 'φερε ταραχή αυτό που ήπια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.